στράτευση — η κατάταξη στο στρατό: Τελευταία ψηφίστηκε νόμος για τη στράτευση των γυναικών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στράτευση — η / στράτευσις, εύσεως, ΝΑ [στρατεύω (Ι)] νεοελλ. 1. υποχρέωση για υπηρεσία στον στρατό 2. κατάταξη τού στρατευσίμου στον στρατό 3. στρατιωτική υπηρεσία 4. μτφ. α) εθελοντική ή αναγκαστική ανάληψη αγώνα για την υπεράσπιση ή και την καταπολέμηση… … Dictionary of Greek
στρατεύσηι — στράτευσις expedition fem dat sg (epic) στρατεύσῃ , στρατάω% 2 pres part act fem dat sg (epic ionic) στρατεύσῃ , στρατεύω advance with an army aor subj mid 2nd sg στρατεύσῃ , στρατεύω advance with an army aor subj act 3rd sg στρατεύσῃ , στρατεύω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατολογία — η, ΝΜΑ [στρατολογῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρατολογώ, στράτευση, συγκέντρωση, έλεγχος και κατάταξη στρατευσίμων στον στρατό νεοελλ. 1. (νομ.) η κλήση στρατεύσιμων πολιτών στις τάξεις τών ενόπλων δυνάμεων για την εκπλήρωση τών… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
άφρουρος — ἄφρουρος, ον (Α) 1. αυτός που δεν φρουρείται, αφρούρητος 2. ο απαλλαγμένος από τη στράτευση … Dictionary of Greek
ηλικία — (Νομ.). Σε αστική, σε διοικητική και σε ποινική ύλη, το δίκαιο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην η. ως προς τη γενικότερη δικαιοπρακτική ικανότητα, την ευθύνη ή τις ειδικότερες συνέπειες των πράξεων ή ενεργειών του προσώπου. Σύμφωνα με τον ελληνικό … Dictionary of Greek
ικανός — ή, ό (ΑΜ ικανός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την επιδεξιότητα να κάνει κάτι, επιδέξιος 2. αυτός που έχει τη δύναμη να κάνει κάτι 3. (για πράγματα, καταστάσεις ή χρόνο) επαρκής, πολύς, ικανοποιητικός («έκτοτε διέρρευσε ικανός χρόνος») 4. (με κακή σημ … Dictionary of Greek
κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… … Dictionary of Greek
λιπόστρατος — ο αυτός που απέφυγε τη στράτευση, φυγόστρατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + στρατός] … Dictionary of Greek